- κασαλβάζω
- κασαλβάζω (Α)1. φέρομαι σαν πόρνη2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. -άζω (πρβλ. στεγ-άζω, τυρβ-άζω)].
Dictionary of Greek. 2013.